- δικάταρτος
- -η, -ο(για πλοία) αυτός που έχει δύο κατάρτια.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δικάταρτος — η, ο πλοίο εξοπλισμένο με δύο κατάρτια, δύο ιστούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)